Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἂγ γύαλα

См. также в других словарях:

  • γυάλα — γυάλᾱ , γυάλας a masc nom/voc/acc dual γυάλας a masc voc sg γυάλᾱ , γυάλας a masc gen sg (doric aeolic) γυάλας a masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλα — (I) η [γυαλί] γυάλινο δοχείο, αρκετά μεγάλο, με πλατύ στόμιο. (II) γυάλα, η και γυάλας, ο (Α) [γύαλον] είδος ποτηριού …   Dictionary of Greek

  • γυάλα — η στρόγγυλο γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο: Έσπασε η γυάλα με τα χρυσόψαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γύαλα — γύαλον hollow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλας — γυάλᾱς , γυάλας a masc acc pl γυάλᾱς , γυάλας a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλαν — γυάλᾱν , γυάλας a masc acc sg (epic doric aeolic) γυάλας a masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • γύαλον — γύαλον, το (Α) 1. κοίλο, ημιθωράκιο (στην Ιλιάδα, για να δηλωθεί το πρόσθιο και οπίσθιο μέρος τού θώρακα) 2. κοίλωμα δοχείου, αγγείου 3. κοίλωμα βράχου, σπηλιά 4. πληθ. τα γυάλα α) (για πεδιάδες, κοιλάδες κ.λπ.) κοίλη χώρα β) φρ. «αἰθέρια γύαλα»… …   Dictionary of Greek

  • Figuren in der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ergänzend die Figuren in der Ilias, einem der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Menschen 1.1 Achaier 1.2 Troer 1.3 Sonstige …   Deutsch Wikipedia

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»